
«Ποιος δεν θέλει τη συναίνεση;»
16 Ιανουαρίου 2025
Πάγια είναι η αντίληψη στην εγχώρια πολιτική ζωή ότι δε συμφέρει την εκάστοτε αντιπολίτευση η σύγκλιση με την κυβέρνηση. Αν είναι να συνεργαστεί το δεύτερο κόμμα με το πρώτο, γιατί να φύγει ο ψηφοφόρος από το ισχυρότερο; Κι αν, πάλι, το δεύτερο κόμμα προτίθεται να τα βρει με το κυβερνών, γιατί να το στηρίξει ο ψηφοφόρος ενός τρίτου κόμματος;
Έχει καεί το ΠΑΣΟΚ από αυτά, και «φυσάει και το γιαούρτι»!
Γι’ αυτό έσπευσε, εντελώς άκαιρα, ο πρόεδρός του να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με τη ΝΔ.
Γι’ αυτό επέκρινε με τέτοια σφοδρότητα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπός του την υποψηφιότητα Τασούλα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον οποίο είχε προηγουμένως ψηφίσει τρις το κόμμα του για Πρόεδρο της Βουλής.
Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ αναζητά τη διαφοροποίηση στις λεπτομέρειες, ακόμα και σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες με τις οποίες συμφωνεί επί της ουσίας (βλ. ψήφο αποδήμων, μη κρατικά πανεπιστήμια κ.ά.).
Ο ετεροπροσδιορισμός, όμως, δεν αποτελεί πειστική πολιτική αντιπρόταση, γεγονός που καταγράφεται και δημοσκοπικά.
Όταν η συναίνεση υποτάσσεται στη σκοπιμότητα, υποβιβάζεται σε τακτικισμό. Κι από αυτά έχει χορτάσει ο κόσμος.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει με πρόσωπα και πολιτικές, κάποιες φορές και με κόστος, ότι επιδιώκει τη συνεννόηση και την ευρύτερη αναφορά.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι θα εκχωρήσει την εντολή που της εμπιστεύθηκαν οι πολίτες σε όποιον αυτοαναγορεύεται κλειδούχος των δημοκρατικών αξιών και του προοδευτισμού σε τούτη τη χώρα.